- χαλάζας
- χαλάζᾱς , χάλαζαhailfem acc plχαλάζᾱς , χάλαζαhailfem gen sg (doric aeolic)χαλάζᾱς , χαλαζάωhailimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHALAZIAS Lapis — memoratur Plinio, l. 37. c. 11. Chalazias grandinum et colorem et figuram habet, adamantinae duriritae. Narrant etiam in ignem addito manere suum frigus. Et Solino, c. 37. Chalazias, grandinis et candorem praefert et figuram durittâ robustissmâ… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλαζογαμία — η, Ν βοτ. μέθοδος γονιμοποίησης στα σπερματόφυτα κατά την οποία ο γυρεοσωλήνας φθάνει στον σπερματικό πυρήνα όχι μέσω τής μικροπύλης τής σπερμοβλάστης αλλά διά μέσου τού πλακούντα και τής χάλαζας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalazogamy… … Dictionary of Greek
χαλαζοβρόχι — το βροχή χάλαζας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλαζόπληχτος — η, ο αυτός που έπαθε ζημιές από την πτώση χάλαζας: Η περιοχή αυτή είναι χαλαζόπληχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)